- ογκώδης
- (I)-ες (ΑΜ ὀγκώδης, -ῶδες) [όγκος (Ι)]1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.)2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.)νεοελλ.άκομψος, βαρύς, μπατάλικος, χοντροκομμένοςαρχ.1. αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις, μεγάλος2. αυτός που κομπάζει, επηρμένος («οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής, ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς πολίτης», Πλάτ.)3. αυτός που βαρύνει περισσότερο, ο πληρέστερος («τὸ ἡρωϊκόν... ὀγκωδέστερον τῶν μέτρων», Αριστοτ.)4. (για όρχηση και για την αιολική αρμονία) μεγαλοπρεπής, εντυπωσιακός5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ογκώδεςο στόμφος, το πομπώδες ύφος, η κομπορρημοσύνη·————————(II)ὀγκώδης, -ῶδες (Α) [ογκώμαι]αυτός που είναι επιρρεπής στο να ονκάται, να γκαρίζει («ὄνος ὀγκωδέστερος», Αιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.